μεθώ

μεθώ
(Μ μεθώ, -άω)
1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν»)
2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα
β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω
γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό
3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης, είμαι μεθυσμένος
4. μτφ. α) παραλύω από σφοδρό ηδονικό συναίσθημα
β) ενθουσιάζομαι
νεοελλ.
1. πίνω με πάθος οινοπνευματώδη ποτά, κάνω υπερβολικής χρήση οινοπνευματωδών ποτών («δεν τού 'φταναν τα χαρτιά, τώρα μεθάει κιόλας»)
2. παραλογίζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεθυσμένος, -η, -ο
α) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης λόγω υπερβολική χρήσης οινοπνευματωδών ποτών
β) αυτός που κατέχεται από αίσθημα ευδαιμονίας («μεθυσμένος από δόξα»)
4. συσκοτίζω την κρίση κάποιου, τόν κάνω να χάσει την ψυχραιμία του («ο πλούτος τόν μέθυσε»)
5. φρ. «μεθυσμένες κουβέντες» — ομιλία μεθυσμένου ανθρώπου, λόγια ασυνάρτητα και χωρίς νόημα
6. παροιμ. α) «είδε ο τρελός τον μεθυσμένο κι έφυγε [ή φοβήθηκε]» — πολλές φορές ο μεθυσμένος είναι πιο επικίνδυνος από τον τρελό
β) «από τρελό και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια» — λέγεται για άνθρωπο ο οποίος, όταν χάνει την κρίση του, χωρίς να τό θέλει αποκαλύπτει την αλήθεια
γ) «τόνε που μέθυσε το βιος τόν ξεμεθάει η φτώχεια» — αυτόν που κάποτε αισθανόταν ευτυχισμένος χάρη στον πλούτο του τώρα τόν προσγειώνει η φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού μεθύω* από τον αόρ. ἐμέθυσα, κατά το σχήμα ὀμνύω: ὀμνῶ, μηνύω: μηνῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεθώ — ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθώ — μεθάω / μεθώ, μέθυσα, μεθυσμένος βλ. πίν. 177 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεθῶ — μεθίημι set loose aor subj act 1st sg μεθίημι set loose aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφρομεθώ — μεθώ λίγο, είμαι μισομεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μεθώ] …   Dictionary of Greek

  • μεθάω — μεθώ ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκομεθώ — ( άω) 1. μεθώ κάποιον ελαφρά και σιγά σιγά 2. μεθώ σιγά σιγά 3. (για μουσικό όργανο) φέρνω κάποιον σε γλυκιά μέθη, μαγεύω απαλά …   Dictionary of Greek

  • θωρήσσω — (Α) [θώραξ] 1. οπλίζω με θώρακα 2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο 3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ ἂν θωρήξας, μ ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.) 4. μέσ. θωρήσσομαι σταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες» …   Dictionary of Greek

  • κωθωνίζω — (Α) [κώθων] 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον 2. μέσ. κωθωνίζομαι πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • μεθύσκω — (ΑM μεθύσκω) 1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω 2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάλη β) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • οινώ — οἰνῶ, όω (Α) [οίνος] 1. φέρνω κάποιον σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον 2. παθ. οἰνοῡμαι, όομαι α) μεθώ («μήπως οἰνωθέντες ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῑν ἀλλήλους τρώσητε», Ομ. Οδ.) β) (για νερό) μεταβάλλομαι σε κρασί γ) πίνω κρασί σε μέτρια ποσότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”